Παραθέτουμε το Συναξάρι του Ακαθίστου ύμνου:
«Όταν ήταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων στην Κωνσταντινούπολη ο Ηράκλειος (610-641 μ. Χ.), ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης ο Β΄ (590-628 μ. Χ.) έστειλε εναντίον των Ελλήνων (Ρωμιών) έναν από τους στρατηγούς του, που ονομαζόταν Σάρβαρος, με πολλές χιλιάδες στρατό. Του έδωσε εντολή να κατακυριεύσει και να υποδουλώσει όλο το ανατολικό μέρος της Αυτοκρατορίας. Ήξερε ο Χοσρόης ότι οι Χριστιανοί δε θα μπορούσαν να αντιδράσουν μετά από την κακοδιοίκηση του προηγούμενου αυτοκράτορα Φωκά (602-610). Νωρίτερα μάλιστα ο Χοσρόης είχε εκστρατεύσει ξανά εναντίον του Βυζαντίου. Τότε είχε αιχμαλωτίσει εκατό χιλιάδες Χριστιανούς, τους οποίους αγόρασαν οι Εβραίοι και τους σκότωσαν όλους. Ο αρχιστράτηγος, λοιπόν, των Περσών, ο Σάρβαρος, λεηλάτησε με το στρατό του όλη την Ανατολή και έφθασε μέχρι τη Χρυσούπολη (το σημερινό Σκούταρι). Στρατοπέδευσε μάλιστα απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, στη Χαλκηδόνα (η οποία βρίσκεται στην ασιατική ακτή). Τότε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, που είχε αναλάβει πριν λίγο το θρόνο, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν είχε πολύ στρατό και τα βασιλικά ταμεία ήταν άδεια. Πήρε, λοιπόν, τα χρυσά και τα αργυρά σκεύη των Εκκλησιών, τα έκοψε νομίσματα για τις ανάγκες της προετοιμασίας του στρατού και υποσχέθηκε να τα επιστρέψει πολύ περισσότερα μετά το τέλος του πολέμου. Τότε με πλοία επιτέθηκε δια του Ευξείνου Πόντου εναντίον της Περσίας και νίκησε κατά κράτος το Χοσρόη και ολόκληρη τη στρατιά του. Μετά από λίγο όμως ο Σιρόης, ο γιος του Χοσρόη, επαναστάτησε εναντίον του πατέρα του, έγινε βασιλιάς των Περσών και συνέλαβε τον πατέρα του, τον οποίο και εφόνευσε. Αυτός, λοιπόν, ο Σιρόης στη συνέχεια έκανε συνθήκη ειρήνης με τον Ηράκλειο.
Ο Χαγάνος όμως, ο ηγεμόνας των Μυσών και των Σκυθών, όταν έμαθε ότι ο αυτοκράτορας Ηράκλειος πέρασε τη θάλασσα και βρίσκεται σε εκστρατεία στην Περσία , καταπάτησε τη συμφωνία ειρήνης που είχε με τους Έλληνες. Συγκέντρωσε άπειρα πλήθη στρατού (πεζούς και ιππείς) και επιτέθηκε από τα δυτικά εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως υβρίζοντας το Θεό. Ταυτόχρονα από τη θάλασσα πλήθος εχθρικών πλοίων του πολιόρκησαν την Πόλη.
Εν τω μεταξύ ο Πατριάρχης Σέργιος (610-638) παρηγορούσε και στήριζε το λαό της Κωνσταντινουπόλεως να μην απογοητευθεί μπροστά στον κίνδυνο. Προσπαθούσε να τους πείσει όλους να έχουν με την καρδιά τους την ελπίδα τους στο Θεό και στην Παναγία Μητέρα Του. Αλλά κι ο πατρίκιος Βώνος που είχε μείνει διοικητής της Βασιλεύουσας, ετοίμαζε κι αυτός από την πλευρά του ό,τι ήταν απαραίτητο για να αποκρούσουν τους εχθρούς, γιατί πρέπει πάντοτε εκτός από την εκ Θεού βοήθεια να κάνουμε κι εμείς ό,τι είναι αναγκαίο.
Ο πατριάρχης Σέργιος, λοιπόν, μαζί με όλο το λαό έκανε λιτανεία με την εικόνα της Θεοτόκου πάνω στα τείχη και στήριζε τους μαχητές να προσμένουν την άνωθεν βοήθεια. Μετά από λίγο άρχισαν οι συγκρούσεις. Ο Σάρβαρος απ’ τα ανατολικά κι ο Χαγάνος από τα δυτικά άρχισαν να πυρπολούν τα πάντα έξω από την Πόλη. Ο Πατριάρχης με την αχειροποίητη εικόνα του Χριστού (το Άγιο Μανδήλιο) στα χέρια, το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού και την Τιμία Εσθήτα της Θεοτόκου περιήρχετο τα τείχη και εμψύχωνε τους στρατιώτες.
Ο Χαγάνος επιτέθηκε απ’ τα δυτικά εναντίον των τειχών με άπειρο πλήθος στρατού, τέλεια εξοπλισμένου. Αντιστοιχούσαν δέκα Σκύθες προς ένα Ρωμιό! Τότε η Υπέρμαχος Στρατηγός, η Κυρία Θεοτόκος, έκανε το θαύμα της. Τους έδωσε θάρρος κι έτσι οι ελάχιστοι στρατιώτες που ήταν κοντά στο ναό της, στο άγιασμα της Χρυσοπηγής, απέκρουσαν την επίθεση των έχθρων κι αφάνισαν πολλούς απ’ αυτούς. Απ’ τη νίκη αυτή οι Ρωμιοί (Έλληνες) αναθάρρησαν. Γιγαντώθηκε το φρόνημά τους, κι από κει και πέρα με τη βοήθεια της Θεοτόκου νικούσαν τους εχθρούς σε κάθε επίθεση! Γνωρίζοντας όμως τη δύσκολη θέση τους, γρήγορα έστειλαν πρέσβεις για να κάνουν συνθήκη ειρήνης με το Χαγάνο. Ωστόσο εκείνος φέρθηκε αλαζονικά κι απέκρουσε την πρόταση αυτή. «Μην ξεγελάτε τον εαυτό σας ελπίζοντας ότι θα νικήσετε με τη βοήθεια του Θεού που πιστεύετε», τους είπε. «Σίγουρα αύριο θα κυριεύσω την πόλη σας». Όταν οι κάτοικοι της Πόλεως άκουσαν αυτά τα λόγια, σήκωσαν τα χέρια τους σε προσευχή προς το Θεό και ζήτησαν πάλι τη βοήθειά Του.
Εν τω μεταξύ ο Χαγάνος και ο Σάρβαρος συμφώνησαν να επιτεθούν μαζί εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Η επίθεση έγινε από στεριά και θάλασσα. Έφτιαξαν πολεμικές μηχανές, με τις οποίες ήταν σίγουροι ότι θα κυριεύσουν την Πόλη. Έπαθαν όμως τέτοια πανωλεθρία από τους Έλληνες, που δεν πρόφταιναν οι ζωντανοί να κάψουν τους νεκρούς! Στη θάλασσα πάλι τους βρήκε άλλο κακό: Με τα μονόξυλά τους (ένα είδος πλοίου) γεμάτα από πολλούς στρατιώτες κινήθηκαν μέσω του Κερατίου Κόλπου, για να φτάσουν στο Ναό της Θεοτόκου που βρίσκεται στις Βλαχέρνες. Ξεσηκώθηκε όμως απότομη καταιγίδα κι έγινε ανεμοστρόβιλος στη θάλασσα. Μονομιάς τα μονόξυλα με όλους τους στρατιώτες καταποντίσθηκαν κι η θάλασσα τους έβγαλε άλλους νεκρούς κι άλλους μισοπεθαμένους στη στεριά στην περιοχή των Βλαχερνών. Αμέσως όλος ο λαός κινήθηκε με μεγάλη ταχύτητα: Άνοιξαν τις πύλες, έπεσαν καταπάνω στους ναυαγούς και τους αποδεκάτισαν. Εκεί έβλεπε κανείς να αγωνίζονται εναντίον των εχθρών ακόμα και παιδιά και γυναίκες. Τότε οι αρχηγοί των εχθρών έλυσαν την πολιορκία κι έφυγαν κλαίοντες και οδυρόμενοι για τη μεγάλη συμφορά που τους βρήκε. Κι ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως αφιέρωσε στη Θεοτόκο ολονύκτιο ύμνο ευχαριστίας, γιατί Εκείνη αγρύπνησε γι’ αυτούς και με την ακατανίκητη δύναμή της τους χάρισε περιφανή νίκη. Τον ύμνο αυτόν, μάλιστα, τον έψαλλαν ακάθιστοι.
Από τότε, για να ενθυμούμεθα αυτό το μεγάλο υπερφυές θαύμα, η Εκκλησία καθιέρωσε αυτή την εορτή και την αφιέρωσε στη Μητέρα του Θεού. Την ονόμασαν δε Ακάθιστο, γιατί αυτό έκαναν τότε (δεν κάθισαν) όλοι, ο λαός και ο κλήρος της Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά από τριάντα έξι χρόνια, το 672, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (668-680), οι Αγαρηνοί επιτέθηκαν πάλι εναντίον της Βασιλεύουσας με αναρίθμητο στρατό. Μάλιστα για επτά ολόκληρα χρόνια πολιορκούσαν την Πόλη. Όσο ήταν καλός ο καιρός έκαναν συνεχείς επιθέσεις. Το χειμώνα παραχείμαζαν στα μέρη της Κυζίκου και εξολόθρευσαν πολλούς απ’ τους κατοίκους της περιοχής. Κάποια στιγμή όμως απογοητεύτηκαν και με το στόλο τους πήραν το δρόμο της επιστροφής. Όταν, λοιπόν, έφθασαν στα μέρη του Συλαίου (στην περιοχή της Παμφυλίας), καταποντίστηκαν όλοι με πρόσταγμα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Για τρίτη φορά πάλι, στα χρόνια του Λέοντος του Ισαύρου οι Αγαρηνοί (μουσουλμάνοι) με πολλές δεκάδες χιλιάδες στρατό πρώτα επιτέθηκαν εναντίον των Περσών και κατέστρεψαν το βασίλειό τους, ύστερα επιτέθηκαν εναντίον της Αιγύπτου και της Λιβύης και στη συνεχεία εναντίον των Ινδών, των Αιθιόπων και των Ισπανών. Τελευταία επιτέθηκαν εναντίον και αυτής της Κωνσταντινουπόλεως. Έφθασαν με πολύ στρατό και χίλια οχτακόσια πλοία. Σύντομα την περικύκλωσαν και πίστευαν ότι θα την κυριεύσουν αμέσως.
Τότε ο ιερός λαός της Πόλης πήρε και πάλι το Τίμιο Ξύλο του Ζωοποιού Σταυρού και τη σεβάσμια Εικόνα της Θεοτόκου της Οδηγήτριας και με δάκρυα έκαναν όλοι λιτανεία πάνω στα τείχη της Πόλης παρακαλώντας το Θεό.
Οι Αγαρηνοί τότε σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλύτερα να χωριστούν σε δύο μέρη. Χωρίστηκαν, λοιπόν, και το ένα απ’ αυτά εξεστράτευσε εναντίον των Βουλγάρων. Στην πορεία όμως νικήθηκαν και σκοτώθηκαν περίπου είκοσι χιλιάδες. Οι άλλοι έμειναν με σκοπό να καταλάβουν την Πόλη. Αυτοί εμποδίστηκαν να περάσουν τα πλοία τους στον Κεράτιο Κόλπο από την αλυσίδα που ένωνε το Γαλατά με τα τείχη της Πόλεως. Έφθασαν, λοιπόν, μέχρι το Σωσθένίο. Εκεί όμως σηκώθηκε δυνατός βοριάς και τα περισσότερα πλοία τους έσπασαν το ένα πάνω στο άλλο και καταποντίσθηκαν. Όσοι έμειναν έπεσαν σε μεγάλη πείνα. Κατάντησαν να τρώνε ανθρώπινες σάρκες και να ψήνουν κοπριές για να χορτάσουν. Αναγκάσθηκαν τότε μπροστά σε τόση και τέτοια καταστροφή να φύγουν. Περνώντας όμως το Αιγαίο Πέλαγος τους περίμενε άλλη συμφορά: Τα πλοία τους καταστράφηκαν και βυθίσθηκαν μαζί με τα πληρώματα τους. Απ’ τον τεράστιο εκείνο στόλο σώθηκαν μόνο τρία πλοία, για να αναγγείλουν την καταστροφή τους.
Γι’ αυτά, λοιπόν, τα μεγάλα θαύματα της Παναγίας Μητέρας του Θεού μας γιορτάζουμε την παρούσα εορτή. Λέγεται δε Ακάθιστος, όπως προείπαμε, επειδή όλος ο λαός όρθιος έψαλλε εκείνη τη νύχτα αυτόν τον ύμνο στη Μητέρα του Θεού. Κι ακόμη, όπως ξέρουμε, σε όλη την διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, όταν ψάλλονται οι άλλοι Οίκοι (τροπάρια που ονομάζονται Οίκοι), καθόμαστε. Στους Οίκους όμως της Υπεραγίας Θεοτόκου στεκόμαστε και τους ακούμε όλοι όρθιοι.
Ταις της σης υπερμάχου τε και απροσμάχου Μητρός πρεσβείες, Χριστέ ο Θεός, των περικειμένων και ημάς απάλλαξον συμφορών και ελέησον ημάς ως μόνος φιλάνθρωπος». Αμήν.
Διαλεχτός